ιλαρά

ιλαρά
Οξεία, λοιμώδης, ιογενής ασθένεια, η οποία συχνά εμφανίζεται ως επιδημία σε μη εμβολιασμένους πληθυσμούς και προσβάλλει κυρίως τα παιδιά. Μεταδίδεται εύκολα με άμεση αλλά και έμμεση επαφή. Μετά από επώαση 10-12 ημερών, η ι. εισβάλλει με συμπτώματα λοίμωξης του ανώτερου αναπνευστικού (βήχα, καταρροή) και επιπεφυκίτιδας (δακρύρροια, φωτοφοβία). Εμφανίζεται εξάνθημα με τη μορφή λευκών κηλίδων στον βλεννογόνο του στόματος και μετά από 2-4 ημέρες ακολουθεί το χαρακτηριστικό κηλιδοβλαττιδώδες εξάνθημα ερυθρωπής χροιάς, που παρουσιάζεται αρχικά στο πρόσωπο (συνήθως πίσω από τα αφτιά) και κατόπιν εξαπλώνεται στον κορμό και στα άκρα μέχρι τα πέλματα. Ο πυρετός, που είναι υψηλός κατά το στάδιο των καταρροϊκών φαινομένων, πέφτει την προηγούμενη της εμφάνισης του εξανθήματος και ανεβαίνει πάλι με την εμφάνισή του. Το εξάνθημα υποχωρεί την 4η-6η μέρα, ο πυρετός πέφτει και παρατηρείται πιτυρώδης απολέπιση του δέρματος. Συνήθως η ι. έχει καλή πρόγνωση. Οι πιθανές επιπλοκές εμφανίζονται σπάνια στην παιδική ηλικία, αλλά συχνά σε βρέφη και ενηλίκους. Περιλαμβάνουν ωτίτιδα, πνευμονία και εγκεφαλίτιδα, που μπορεί να καταλήξει σε μόνιμη εγκεφαλική βλάβη ή και θάνατο. Στις αναπτυσσόμενες χώρες η ι. εξακολουθεί να αποτελεί συχνή αιτία θανάτου βρεφών και παιδιών, λόγω της εξασθένησης του οργανισμού τους από άλλα νοσήματα και υποσιτισμό. Η ασθένεια σχεδόν πάντα καταλείπει μόνιμη ανοσία, δηλαδή ο οργανισμός που νόσησε δεν προσβάλλεται άλλη φορά από την ι. σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Η θεραπευτική αγωγή επιδιώκει την ανακούφιση από τα συμπτώματα, γιατί δεν υπάρχει ειδική θεραπεία. Όμως, από το 1968 υπάρχει εμβόλιο κατά της ι.· η εκτέλεση του εμβολιασμού συνιστάται σε δύο δόσεις: στην ηλικία των 15 μηνών και περίπου των 5 ½ ετών.
* * *
η
βλ. ιλαρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἱλαρά — ἱλαρός cheerful neut nom/voc/acc pl ἱλαρά̱ , ἱλαρός cheerful fem nom/voc/acc dual ἱλαρά̱ , ἱλαρός cheerful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιλαρά — η λοιμώδης εξανθηματική αρρώστια: Το παιδί της δεν πέρασε ακόμη την ιλαρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱλαρᾷ — ἱλαρός cheerful fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱλαράν — ἱλαρά̱ν , ἱλαρός cheerful fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱλαράς — ἱλαρά̱ς , ἱλαρός cheerful fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιλαρικός — ή, ό [ιλαρά] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιλαρά («ιλαρική εγκεφαλίτιδα») …   Dictionary of Greek

  • ιλαριώδης — ες αυτός που μοιάζει με ιλαρά («ιλαριώδες εξάνθημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιλαρά + ιωδης, επαυξημένη μορφή τής ωδης] …   Dictionary of Greek

  • ιλαρός — ή, και ά, ό (ΑΜ ἱλαρός, ά, όν) 1. χαρούμενος, εύθυμος 2. το ουδ. ως ουσ. το ιλαρό(ν) η ιλαρότητα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιλαρά εξανθηματικό μολυσματικό νόσημα που προκαλείται από διηθητό ιό μσν. καλοπροαίρετος αρχ. (για αίμα) αυτός που σφύζει 2 …   Dictionary of Greek

  • αιδοιοκολπίτιδα — Φλεγμονή που παρουσιάζεται στο αιδοίο (αιδοιίτιδα) και επεκτείνεται στον κόλπο (κολπίτιδα), ή αντίθετα. Μπορεί επίσης να προσβάλλει τη μήτρα (μητρίτιδα) και τις σάλπιγγες (σαλπιγγίτιδα). Κυριότερη αιτία για την εμφάνιση της πάθησης αυτής είναι η… …   Dictionary of Greek

  • βλαττί — το και βλαντί (Μ βλαττίον και βλαττίν, βλαντίον και βλαντίν) [βλάττα] πολυτελές, μεταξωτό ύφασμα ή φόρεμα, συνήθως κόκκινο ή πορφυρό («ξέρω να υφαίνω το βλαντί, να υφαίνω το μετάξι») νεοελλ. 1. οποιοδήποτε πολύτιμο πράγμα 2. αγαπημένο, χαϊδεμένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”